ανάρα

ανάρα
η
1. ρητή εντολή, απαγορευτική εντολή σε απειλή κατάρας (συνήθως σε συνεκφορά με το κατάρα
«άφησε ανάρα και κατάρα»)
2. απαρέσκεια, απέχθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + ουσ. άρα, που είναι το αρχ. ουσ. αρά με αναλογική μετακίνηση του τόνου κατά το συνώνυμο σύνθετο κατάρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄναρα — ἄνᾱρα , ἀναίρω raise aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναράσασθαι — ἀναρά̱σασθαι , ἀναράομαι recall a curse aor inf mp (attic) ἀναρά̱σασθαι , ἀναράομαι recall a curse aor inf mp (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναράξας — ἀναρά̱ξᾱς , ἀναρρήγνυμι break up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναράσσειν — ἀναρά̱σσειν , ἀναρρήγνυμι break up pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάρασθαι — ἀνά̱ρασθαι , ἀναίρω raise aor inf mid ἀνάρᾱσθαι , ἀναράομαι recall a curse pres inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”